- ζευγοτρόφος
- ζευγοτρόφος, -ον (Α)αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζευγοτρόφοι — ζευγοτρόφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ζευγοτροφώ — ζευγοτροφῶ, έω (Α) [ζευγοτρόφος] τρέφω, έχω στην κατοχή μου ζεύγος ίππων ή βοδιών («οἱ ζευγοτροφοῡντες ζευγίσιον ἐτέλουν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek